όμορος

όμορος
-η, -ο (Α ὅμορος και επικ. ιων. τ. ὅμουρος, -ον)
(για χώρες ή για εδαφικές εκτάσεις) αυτός που έχει κοινά σύνορα με κάποιον άλλο, αυτός που συνορεύει με κάποιον, γειτονικός (α. «η Ελλάδα και η Αλβανία είναι όμορες χώρες» β. «καὶ χώραν ὅμορον καὶ δύναμίν τινα κεκτημένους», Δημοσθ.)
αρχ.
1. μτφ. παραπλήσιος, όμοιος («ὅμοροι ὁ ἀνδρεῑος καὶ ὁ θρασύς», Αριστοτ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὅμορος
ο γείτονας
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὅμοροι
οι γειτονικοί λαοί
4. φρ. α) «ὅμορος πόλεμος» — πόλεμος που διεξάγεται εναντίον γειτόνων, εναντίον γειτονικών λαών
β) «κατὰ τὸ ὅμορον» — λόγω γειτονίας
γ) «τὰ ὅμορα τῶν πόλεων» — τα προάστια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -ορος / -ουρος (< ὅρος / οὖρος), πρβλ. μέσσ-ορος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὅμορος — having the same borders with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όμορος — η, ο αυτός που έχει τα ίδια σύνορα, που συνορεύει, ο γειτονικός: Όμορα κράτη. – Όμορα χωράφια κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὅμορον — ὅμορος having the same borders with masc/fem acc sg ὅμορος having the same borders with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμούρους — ὅμορος having the same borders with masc/fem acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμούρων — ὅμορος having the same borders with masc/fem/neut gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόροις — ὅμορος having the same borders with masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόρου — ὅμορος having the same borders with masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόρους — ὅμορος having the same borders with masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόρων — ὅμορος having the same borders with masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόρῳ — ὅμορος having the same borders with masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”